- καλοκουβεντιάζω
- 1. μιλώ με σαφήνεια, κουβεντιάζω σοβαρά2. μπαίνω στο κύριο θέμα τής συνομιλίας («όσο να ειπεί, να καλοκουβεντιάσει», δημ. τραγ.)3. μιλώ με συμβιβαστικό τόνο, αποφεύγω λέξεις και εκφράσεις που είναι δυνατόν να εξοργίσουν κάποιον4. παροιμ. «όσο πίνει η συμπεθέρα τόσο καλοκουβεντιάζει» — γι' αυτούς που, όταν μεθύσουν, αποκαλύπτουν τον πραγματικό εαυτό τους.
Dictionary of Greek. 2013.