καλοκουβεντιάζω

καλοκουβεντιάζω
1. μιλώ με σαφήνεια, κουβεντιάζω σοβαρά
2. μπαίνω στο κύριο θέμα τής συνομιλίας («όσο να ειπεί, να καλοκουβεντιάσει», δημ. τραγ.)
3. μιλώ με συμβιβαστικό τόνο, αποφεύγω λέξεις και εκφράσεις που είναι δυνατόν να εξοργίσουν κάποιον
4. παροιμ. «όσο πίνει η συμπεθέρα τόσο καλοκουβεντιάζει» — γι' αυτούς που, όταν μεθύσουν, αποκαλύπτουν τον πραγματικό εαυτό τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλοκουβεντιάζω — καλοκουβέντιασα, καλοκουβεντιάστηκα, καλοκουβεντιασμένος, κουβεντιάζω καλά, λέω καλές κουβέντες: Σε χαίρομαι που καλοκουβεντιάζεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”